- βγαίνω
- βγήκα, βγαλμένος1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου.2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος.3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα.4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε βγήκε βουλευτής παρ’ όλα τα έξοδα που έκανε.5. αφοδεύω, αποπατώ: Το μωρό δε βγήκε εδώ και τρεις μέρες, γι’ αυτό του έβαλα υπόθετο.6. επαληθεύομαι: Η πρόβλεψή σου δε βγήκε αληθινή.7. υπερτερώ, ξεπερνώ: Βγαίνει πάντα πρώτος στους σκακιστικούς αγώνες.8. εξαλείφομαι, σβήνω: Όσες φορές κι αν τον έπλυνα, ο λεκές δε βγήκε.9. ολοκληρώνομαι: Ο μήνας βγήκε χωρίς να το καταλάβω.10. προκύπτει ως κέρδος: Δε βγήκε τίποτε ύστερα από τόσα τρεχάματα.11. εξέρχομαι από εσωτερικό σε εξωτερικό χώρο: Έχω ανάγκη να βγω έξω ύστερα από τόσες μέρες κλεισμένη στο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.